- καγκελλάριος
- ο канцлер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καγκελλαρίου — καγκελλάριος cancelli masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγκελλαρίους — καγκελλάριος cancelli masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγκελλαρίων — καγκελλάριος cancelli masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγκελλάριοι — καγκελλάριος cancelli masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καγκελλάριον — καγκελλάριος cancelli masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφραγιδοφύλακας — Ανώτατος κρατικός υπάλληλος, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη της μεγάλης σφραγίδας του Κράτους. Το αξίωμα αυτό δημιουργήθηκε από πολύ παλιά στην Αγγλία, όπου ο λόρδος καγκελλάριος τηρούσε τη μεγάλη σφραγίδα του Κράτους, με την οποία… … Dictionary of Greek
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español